βοηθήσω

βοηθήσω
βοηθέω
aor subj act 1st sg
βοηθέω
fut ind act 1st sg
βοηθέω
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • League of Corinth — For the English amateur fotball league, see Corinthian League (football). Kingdom of Macedon after Philip s II death. The Corinthian League is shown in yellow. The League of Corinth, also sometimes referred to as Hellenic League (original name:… …   Wikipedia

  • αγριολυθιάζω — [αγριόλυθο] κρεμώ άγρια σύκα, ορνιούς, στα κλαδιά ήμερης συκιάς για να βοηθήσω τη γονιμοποίησή της, ορνιάζω …   Dictionary of Greek

  • αντιπαρέρχομαι — (AM ἀντιπαρέρχομαι) νεοελλ. 1. αποφεύγω να κάνω μνεία («αντιπαρέρχομαι τις ύβρεις») 2. προσπερνώ κάτι, αδιαφορώ για κάτι 3. φρ. «αντιπαρέρχομαι τον κίνδυνο» ξεφεύγω, γλυτώνω από τον κίνδυνο αρχ. 1. περνώ δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον πλησιάσω,… …   Dictionary of Greek

  • βοηδρομώ — βοηδρομῶ ( έω) (Α) 1. τρέχω προς αυτόν που φωνάζει για βοήθεια, σπεύδω να βοηθήσω 2. τρέχω κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοηδρόμος. Το ρ. βοηδρομώ σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθώ*] …   Dictionary of Greek

  • εκβοηθώ — ἐκβοηθῶ ( έω) (Α) 1. εξορμώ για βοήθεια, τρέχω να βοηθήσω 2. επιχειρώ έξοδο, εξορμώ …   Dictionary of Greek

  • επαρήγω — (Α) έρχομαι να βοηθήσω, επικουρώ, βοηθώ, συντρέχω («τοῑς μὲν μυσαροῑς οὐκ ἐπαρήγομεν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρήγω «βοηθώ»] …   Dictionary of Greek

  • επεκβοηθώ — ἐπεκβοηθῶ, έω (Α) τρέχω έξω για να βοηθήσω κάποιον («ἐπεκβοηθήσαντες και προσπεσόντες τοῑς πρώτοις», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • επιπάρειμι — (I) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1. είμαι επίσης παρών («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς μετά Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», Θουκ.) 2. παρευρίσκομαι κάπου («οὐκ ἄνευ θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», Λουκιαν.) 3. αστρολ. κατέχω μια θέση. (II) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1.… …   Dictionary of Greek

  • λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”